- αναθρέφω
- ανατρέφω και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναθρέφω — βλ. ανατρέφω … Dictionary of Greek
αναθρέφω — βλ. ανατρέφω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
συνανάθροφος — η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με άλλον, σύντροφος, συνομήλικος («και με τσι συνανάθροφους, ωσάν και πρώτας σμίγει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αναθρέφω / ανατρέφω] … Dictionary of Greek
ανατρέφω — και αναθρέφω, ανέθρεψα και ανάθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατρέφω — και αναθρέφω θρεψα, θράφηκα και θρέφτηκα, θραμμένος και θρεμμένος 1. δίνω σε ανήλικο τα μέσα να διατραφεί, να αναπτυχθεί, τον μεγαλώνω: Ανάθρεψα και τα ανίψια μου για να τα δω καλούς ανθρώπους. 2. εκπαιδεύω, μορφώνω: Ξέρει να αναθρέψει σωστά τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)